- Εὐήνορα
- Εὐήνωρthe joy of menmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐήνορα — εὐήνωρ the joy of men neut nom/voc/acc pl εὐήνωρ the joy of men masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
ελάσιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άρχοντας της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα. Ήταν δίδυμος αδελφός του Μήστορα και γιος του Ποσειδώνα και της Κλειτούς, της κόρης του Ευήνορα και της Λευκίππης. 2. Ζωγράφος από την Αίγινα, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Κλειτώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ευήνορα και της Λευκίππης και μητέρα, από τον Ποσειδώνα, του μυθολογικού βασιλιά της Ατλαντίδας, Άβαου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κόρη του Άτλαντα. II (6ος αι. π.Χ.). Μητέρα του τραγικού ποιητή Ευριπίδη, που … Dictionary of Greek
Λευκίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Ωκεανίδες. 2. Σύζυγος του Ευήνορα, βασιλιά της μυθικής Ατλαντίδας, και μητέρα της Κλειτούς. 3. Σύζυγος του Λαομέδοντα του Ίλου και μητέρα του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας. 4. Μία από τις τρεις κόρες του… … Dictionary of Greek
Παρράσιος — I Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και… … Dictionary of Greek